- καλαμώδης
- κᾰλᾰμ-ώδης, ες,A rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21;
κ. λίμνη AP7.365
([place name] Zonas);κ. τόπος D.C.63.28
; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. λίμνη AP7.365
([place name] Zonas);κ. τόπος D.C.63.28
; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμώδης — rushy masc/fem acc pl (attic epic doric) καλαμώδης rushy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καλαμώδης rushy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… … Dictionary of Greek
καλαμωδέστερον — καλαμώδης rushy adverbial comp καλαμώδης rushy masc acc comp sg καλαμώδης rushy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμώδη — καλαμώδης rushy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλαμώδης rushy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλαμώδης rushy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶδες — καλαμώδης rushy masc/fem voc sg καλαμώδης rushy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμώδεος — καλαμώδης rushy masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek
ԵՂԵԳՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date ա. καλαμώδης arundinosus Ուր բուսեալ կայ եղէգն շատ. շամբուտ. եղէգնոտ. ... *Մտեալ յեղեգնուտն անտառ՝ գտին անդ զեղբայրն. Վրք. հց. ՟Ժ: գ. ԵՂԵԳՆՈՒՏ գ. καλαμών arundinetum Տեղի եղեգանց. շամբք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)